Ακούστε τα τραγούδια ή κατεβάστε μεμονωμένα όποιο τραγούδι θέλετε, πατώντας το εικονίδιο στον player κατά τη διάρκεια που παίζει
ΜΟΥΣΙΚΟΙ: Τάσος Γιαννίκος: κιθάρα κλασική-ακουστική-ηλεκτρική-slide, φωνές Σοφία Σταυρουλάκη: φωνές, κρουστά Δημήτρης Ουλής: ακορντεόν Γιάννης Μπαϊρακτάρης: ηλεκτρικό μπάσο Σταμάτης Φουσέκης: κοντραμπάσο (9) (10) (11) Δημήτρης Αθανασούλης: τύμπανα Ρόλη Γιαμοπούλου: τύμπανα (9) (11), cajon(10) Θανάσης Δούμης: ηλεκτρική κιθάρα σόλο (3), σόλο (6) Θανάσης Βακάλης: ηλεκτρική κιθάρα σόλο (2) Κυριάκος Ελαιόπουλος: ηλεκτρική κιθάρα σόλο (12) Αντρέας Κιλτσικσής: ηλεκτρική κιθάρα intro (12) Σάββας Ρακιντζάκης: πιάνο Ελένη Σκυριανόγλου: πιάνο (4) (7) Βαγγέλης Τούντας: βιολί-βιόλα Θανάσης Τσίτσαρης: Βιολοντσέλο Αντρέας Μουρτζούκος: σαξόφωνο Αντώνης Βλάχος: τρομπέτα Γιάννης Αποστολίδης: τρομπόνι Βίκυ Κοκκίνη: φλάουτο Αντώνης Χανιώτης: μπουζούκι (13) |
|
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:Στίχοι-μουσική- ερμηνεία: Τάσος Γιαννίκος Ενορχήστρωση-παραγωγή: Τάσος Γιαννίκος Ηχογραφήσεις-μιξάρισμα-mastering: Γιάννης Μπαϊρακτάρης- on stage studio |
Τόσες πολλές φωνές που τίποτα δε λένε
Τόσο κορμιά μα ούτε μια ψυχή
Μες στα συντρίμια του μυαλού γεννιέται η απορία
Πόσο πιο κάτω
Πόσο πιο λίγο
Πόσο ακόμα
Το όνειρο που έκρυψα στα στήθια
Το όνειρο που πίστεψα για αλήθεια
Τώρα με πνίγει, πληγές ανοίγει
Το ψέμα που μου χάρισε ζωή
Το ψέμα αυτό αλάτι στην πληγή
Θα προσπαθήσω να το ξοφλήσω
Και να αγοράσω στον εαυτό μου μια άλλη αρχή.
Μα δεν τελειώνουνε τα όνειρα ποτέ
Άρμα απόρθυτο και ‘μεις οι επιβάτες
Κάποιες φορές καταλήγουν σ’ εφιάλτες.
Τη θάλασσα που έχω στην ψυχή μου
Αυτή που πλημμυρίζει το κορμί μου
Πώς τη φοβάμαι και δεν κοιμάμαι.
Και ψάχνω να πατήσω στη στεριά μου
Και ψάχνω πώς να βγω απ’ τα όνειρά μου
Να με σκοτώσω, να μεγαλώσω
Και μια ζωή να πολεμάω για επιστροφή
Στις λέξεις μου κλεισμένος. Σχεδόν εγκλωβισμένος
πως να πω
αυτά που με πονάνε, που μέσα μου σκορπάνε
πως να δω
αυτό που μπρος μου σπάει, και δεν ξανακολλάει
τί να κάνω
αν θέλω να το σώσω, θα πρέπει να το σώσω
ή να πεθάνω
Κάποτε είχα μια θάλασσα
μα τώρα έρωτάς μου έχει γίνει η ρουτίνα
και λίγο- λίγο στέρεψε όση είχα πείνα
για ζωή
Κάποτε είχα μια θάλασσα
κι αυτή η μέσα θάλασσα έπνιγε τον έξω μου καημό
μου χάριζε τις λέξεις που τώρα κυνηγώ
για να πω
Στις λέξεις μου κλεισμένος, σχεδόν ερωτευμένος
το κενό
αγγίζω ό,τι φτάνω, μα χάνω τα από πάνω απ’ το θεό
κι αυτό που μπρος μου σπάει, που σπάει και πονάει
τι να κάνω
αν θέλω να το σώσω, θα πρέπει να σκοτώσω
ή να πεθάνω
Το στόμα στο κεφάλι του κήτους άνοιξε κι από μέσα ξεπήδησε όλο χαρά ο Ιωνάς. Ανέβηκε στην προκυμαία και με ανυπομονησία ξεκίνησε για την πόλη. Επιτέλους μετά από χρόνια απομόνωσης στην κοιλιά του κήτους θα μιλούσε με ανθρώπους, θα έβλεπε τους φίλους του και θα φιλούσε τη μάνα του που τον περίμενε χρόνια να γυρίσει απ’ τι ταξίδι.
Αλλά δεν υπολόγισε ο κακομοίρης ο Ιωνάς ότι ο κόσμος είχε αλλάξει. Κανείς στο δρόμο δεν τον πρόσεξε κι ας ήταν ένας γραφικός μεσήλικας προφήτης. Κανείς δεν του έδωσε ένα ζευγάρι παπούτσια να βάλει στα γυμνά πληγιασμένα του πόδια. Ούτε οι φίλοι του ήταν εκεί. Ο ένας είχε πεθάνει από καιρό, ο άλλος στη δουλειά και ο τρίτος εξοχή.
Ούτε η καλή του η Άννα ήταν εκεί. Ήταν η ώρα του μεσημεριανού της ύπνου και δεν μπορούσε η ακατανίκητη ανάγκη του Ιωνά για ένα ζεστό χαμόγελο να διακόψει τον ανονείρευτο και θλιβερό της ύπνο.
Μόνο η μάνα του τον πλησίασε με μάτια κόκκινα απ’ το κλάμα.
«Δεν είχα αυτ’α τα όνειρα για σένα, μικρέ μου Ιωνά» του είπε.
«Εγώ σε ήθελα πετυχημένο, με μια γυναίκα δίπλα σου και δυό κουτσούβελα στην αγκαλιά να τα πηγαίνεις στο πάρκο κάθε Κυριακή. Αλλά εσύ ήθελες να γίνεις προφήτης και να σώσεις τον κόσμο».
Όχι, δεν ήθελε να σώσει τον κόσμο. Ήθελε μόνο να σώσει εκείνη τη φλόγα που είχε νιώσει πιτσιρίκος να ζεσταίνει τη ν παιδική του καρδούλα. Η αναζήτηση αυτής της φλόγας τον είχε κρατήσει ζωντανό στην ατέλειωτη περιπλάνηση του. Όταν έφτασε ξανά στην προβλήτα του λιμανιού, κοντοστάθηκε και έριξε ξια τελευταία ματιά στην πόλη.
Στην πόλη με τα μονόχρωμα αρρωστημένα κτίρια. Στην πόλη με τους κουρασμένους και μελαγχολικούς ανθρώπους. Στην πόλη που ο αέρας της είχε ποτιστεί από τη δυσωδία του σάπιου. Άνοιξε το κεφάλι του κήτους και μπήκε πάλι μέσα.
Αχ, φτωχέ μου Ιωνά, δεν είναι καιροί αυτοί για περιπέτειες.
Το στόμα άνοιξε με μιας
στου κήτους το κεφάλι
κι εγώ σα νέος Ιωνάς
έξω θα βγω και πάλι.
Και σαν το Γκιούλιβερ μικρός
σε τεραστίων χώρα
θα το παλέψω, θα σωθώ
σαν το Νώε στη μπόρα.
Στους ανεμόμυλους μπροστά
σα νέος Δον Κιχώτης
θα ξαναβρώ το όραμα
της νιώτης μου της πρώτης.
Κι αν όλα αυτά σας δείχνουνε
τον κόσμο πως φοβάμαι
στις παραισθήσεις μου καλύτερα
παρά νηφάλιος να ‘μαι.
Έχω παραισθήσεις, Θεε μου μη μ’ αφήσεις να χαθώ…
Ανοίγω ένα παράθυρο στου μυαλού μου το θολό ουρανό
και κάθομαι
Ρεμβάζω στη μικρή σιωπή, ό,τι μαζεύω από μικρό παιδί
κι ό,τι ορέγομαι
και νιώθω ανίκανος να πω, δυο λέξεις μόνο να σωθώ
απ’ ό,τι με βουλιάζει στο κενό
δυο λέξεις μήπως και σωθώ.
Και μοιάζει ετούτη η στιγμή, σαν του Όσκαρ Ουάιλντ τη φυλακή
και αναζητώ
το τελευταίο της άνοιξης λουλούδι, του Lennon το πιο όμορφο τραγούδι
να σηκωθώ
λιγάκι ακόμα πιο ψηλά, στου μυαλού μου τα ανέγγιχτα βουνά
να πετάξω από μένα μακρυά
στου μυαλού μου τα πιο ψηλά βουνά
Στα όνειρά μου κάπου εκεί, του κύριου Μάνου πόλη μαγική
χωρίς φραγμούς
κι από την άλλη την πλευρά, του Μίκη η φτωχογειτονιά
από μικρούς θεούς
ο θάνατος μοιάζει να ‘ναι εδώ κι αν αντέξω τώρα δεν τον φοβηθώ
ίσως μάθω να πετάω στο κενό
ίσως μάθω να πετάω στο κενό.
Ανοίγω ένα παράθυρο, είμαι εκεί αλλά είμαι κι εδώ
κι έτσι ελπίζω…
I
Σαν φάρος στο αγριεμένο πέλαγο
Σαν ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα
Σαν το πρώτο φως της ανατολής, Άννα
Η μορφή σου καθορίζει την εικόνα του κόσμου
Την εικόνα μπρος στα μάτια μου, Άννα
Την εικόνα μες στα μάτια μου, Άννα
Και ‘γω που ποτέ δεν κατάλαβα
Αν αγάπησα εσένα ή την εικόνα σου στα μάτια μου
Θα μένω πάντοτε γυμνός κι ανίκανος μπροστά σου
Κάθε φορά που θα γελάς
Κάθε φορά που θα δακρύζεις
Κάθε φορά, Άννα
Κι ας μην είμαι δίπλα σου πια.
II
Το τελευταίο φιλί σου, Άννα
Ήταν το φιλί του Ιούδα
Του ευεργέτη Ιούδα
Που με παρέδωσε στα σκυλιά της μοίρας
Και ‘κει, Άννα, θα αναμετρηθώ με ‘μένα
Τον πραγματικό εχθρό μου, Άννα
Που σ’ αγάπησα αληθινά
Αλλά λιγότερο απ’ όσο μπορούσα
Θα φτύσω στον καθρέφτη
Και θα κλάψω
Μα δε θα με πληγώσω όσο θέλω
Κι ας είναι, Άννα, οι πληγές της ψυχής
Πιο οδυνηρές απ’ αυτές του σώματος
Μάλλον το σώμα μου, Άννα
Είναι πιο δυνατό απ’ την ψυχή μου
Και καθορίζει τις επιλογές μου
Γιατί η βασική επιλογή της ψυχής μου, Άννα
Είσαι εσυ.
III
Το τελευταίο ηλιοβασίλεμα, Άννα, σου το χαρίζω
Την πρώτη ανατολή την κρατάω για μένα
Και θα ‘ναι η ψυχή μου πάντα δική σου, Άννα
Μα το κορμί, αυτό το αρρωστημένο κορμί
Θα το δώσω σε ‘κείνη που πρώτη θα με συγχωρήσει
Για όσα έχω κάνει
Για όσα θα κάνω.
Σβήνω το φως, αργά πλησιάζω, λιγάκι διστάζω
μα νιώθω θεός
Σ’ αγγίζω απαλά, να νιώσω τα χείλη, που νιώθω σαν πύλη
να μπω στη χαρα.
Το θέλεις και ‘συ, νομίζω πως τώρα, αρχίζει η ζωή.
Και μένω γυμνός, γυμνό το κορμί μου, γυμνή η ψυχή μου,
γυμνός ουρανός
Και μένεις γυμνή, γλυκιά παρουσία, τρελή επιθυμία
στα μάτια τροφή
Και μοιάζει για μας, ταξίδι που αρχίζει, ζωής και χαράς.
Δύο κορμιά, πως γίνονται ένα, σ’ αυτή την αρένα
νερό και φωτιά
Τρελή διαδρομή, σε θέλω σ’ αγγίζω, το πάθος σου ορίζω
με ορίζεις κι εσύ
Και δε σταματά, αυτή η πορεία, δεν έχει τροχιά.
Τρελό σκηνικό, στου πάθους τη ζάλη, να μοιάζει σαν πάλη
και σα φονικό
Και φτάνει η στιγμή, η πιο μεγάλη ώρα, που η αλήθεια μου τώρα
γλυκά θα εκραγεί
Και φτάσαμε εδώ, στο τέλος του δρόμου, χωρίς γυρισμό.
Τελειώνει η γιορτή, ιδρώτας που στάζει, ανάσα που σπάζει
αυτή τη σιωπή
Σε κρατάω σφιχτά, ξεκίνησε ήδη ένα άλλο ταξίδι
και σ’ έχω αγκαλιά
Χαμένος εδώ, τοπίο θολό
«ταξίδι στο φως, θολός ουρανός για μένα ο κόσμος».
Οι ώρες που περάσανε, οι ώρες που θα ‘ρθούνε
μοιάζουν σα μαγικό χαλί να σε υποδεχτώ
να ‘ρθεις σα να ‘σουν άνοιξη που σβήνει το χειμώνα
και μες στα μάτια σου τα δυό, τα χρώματα να δω.
Τα χρόνια μου τα έχασα κι αυτό πως με θυμώνει
αφού δεν παραδέχτηκα πόσο επιθυμώ
να γίνεις καταφύγιο να μπω και να γλυτώσω
από το μαύρο και στου έρωτα το κόκκινο να μπω.
Στα χείλη σου αυτά τα υγρά, στα μάτια τα μεγάλα
στο σώμα που με ανάστησε και στα ξανθά μαλλιά
θα χτίσω ένα μικρό βωμό, θυσία να με κάνω
θυσία όμως με αγκαλιές και με γλυκά φιλιά
Την εικόνα αυτή που φτιάχνω, την εικόνα που χαλώ
Μου ανήκει, της ανήκω και γι’ αυτή μονάχα ζω
Τη χρωστάω χρόνια τώρα σε μια παιδική πληγή
Τη φροντίζω, την προσέχω σα μητέρα κι αδελφή
Όσα λάθη έχω κάνει, όσα ψέματα έχω πει
Παίρνουν θέση στην εικόνα και μου κρύβουν την ντροπή
Την εικόνα αυτή που φτιάχνω μέσα μου την κουβαλώ
Δεν τη βλέπω, δε με βλέπει μα γι’ αυτή μονάχα ζω.
Την εικόνα αυτή που φτιάχνω, την εικόνα που χαλώ
Μου ανήκει, της ανήκω και γι’ αυτή μονάχα ζω
Τη μισω σα να ‘ναι αρρώστια, σαν εχθρό μου τη μισώ
Σαν τραγούδι, σα φεγγάρι, σα Θεό την αγαπώ.
Κι αν μια μέρα όταν ξυπνήσω, νιώσω μέσα μου οργή
Την εικόνα μου θα σκίσω, μες στη λήθη να χαθεί
Και θα νιώσω ελευθερία και μιαν άγρια ηδονή
Που θα ξαναρχίσω πάλι σε ένα άγραφο χαρτί
Μα η νέα μου εικόνα θα θυμίζει τώρα πια
Την εικόνα που ‘χα πλάσει σε μυαλό και σε καρδιά
Γιατί τέλος δεν υπάρχει στην καινούργια μου αρχή
Και μια εικόνα κουβαλάω απ’ όταν ήμουνα παιδί
Μέσα στα βάθη του μυαλού, υπάρχουνε ποτάμια
που δεν τα μαρτυράει η ζωή, σάμπως να τα φοβάται
Γι’ αυτό ό,τι βρίσκεται εκεί που μάτια δεν αγγίζουν
τα πλάθει αγρίμια το μυαλό που τέρατα θυμίζουν.
Έτσι όπως ρέει ο ποταμός και την ακτή δροσίζει
ρέει η ανάγκη στην καρδιά, προστάζει το μυαλό
Μα υπάρχουνε πολλές φορές, που το μυαλό αντιδράει
κι έτσι ένας πόλεμος φριχτός με την καρδιά ξεσπάει.
Στην κοίτη τη Ιριδανού, έκρυψες τη χαρά σου
αν τη ζηλέψει άλλος κανείς, ποτέ να μην στην πάρει
Μα ο ποταμός είναι βαθύς, κρυμμένα δε γυρίζει
και η χαρά αν δε μοιραστεί, κανείς δεν την αγγίζει.
Μέσα στα βάθη του μυαλού υπάρχουνε ποτάμια
που δεν τα μαρτυράει η ζωή, σάμπως να τα φοβάται…
Τρία πράγματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών,
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.
Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρ’ όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.
Τί να πω για μένα αλήθεια τί να πω
Για τον κόσμο αυτό που μου ‘τυχε να ζω
Νιώθω σα χαμένος αλήθεια τί να πω
Το όνειρό μου κηνυγώ
Μόλις το αγγίζω, χάνεται με μιας
Τα όνειρά μας είναι μιας βραδιάς.
Για τον έρωτα μου αλήθεια τί να πω
Τη νύχτα τον αγγίζω, τη μέρα τον ζητώ
Νιώθω σα χαμένος αλήθεια τί να πω
Στο όνειρό μου είναι εδώ
Μόλις τον αγγίξω χάνεται στο φως
Μοιάζει να ‘ναι σαν περαστικός
Τί να πω για μένα αλήθεια τί να πω
Ψάχνω ένα φίλο να πω ένα μυστικό
Νιώθω σα χαμένος αλήθεια τί να πω
Ένα φίλο αληθινό
Μόλις τον αγγίξω γίνεται πουλί
Μοιάζει να ‘ναι η πόλη μου μικρή
Ποιό τραγούδι αλήθεια ποιό να πω
Να με πλησιάσεις σαν το τραγουδώ
Νιώθω σα χαμένος, πες μου αλήθεια ποιό
Τραγούδι για να μοιραστώ
Μόλις το αγγίξω η λύπη να σβηστεί
Στο όνειρο δηλώνω υποταγή
Είναι πολλές που έχω δώσει συμβουλές
Μα είναι λίγες από αυτές που έχω τηρήσει
Και καταγράφονται στο νου σαν απειλές
Ποιος εναντίων μου θα χρησιμοποιήσει
Μες τη κοιλία μου ένα θηρίο που αλυχτά
Και γύρω ο κόσμος με τα σύνεργα του φόνου
Πλήθος φωνάζει το άμοιρο ζώο να εξοντωθεί
Θα εξοντωθεί κι αυτο είναι μονάχα θέμα χρόνου
Μισή ζωή να ψάχνω για να παντρευτώ
Κι άλλη μισή να φοβάμαι μη χωρίσω
Θα ήταν ανέντιμο το αντίθετο θαρρώ
Απλά τον έρωτα να ζήσω
Μέσα μου πρότυπα έχουν στήσει ένα χορό
Ο Κάιν πάλι θα νικήσει στα σημεία
Σπίτι, αμάξι, βίντεο, εξοχικό
Κι έτσι για αυτό, ο Άβελ εξωθείται στη πορνεία
Όλα τριγύρω έχουν μια σειρά
Γέννηση,θάνατος κι ενδιάμεσα ζωή
Στα πρώτα δυο τα καταφέρνεις μια χαρά
Μα στάσου πάρε ανάσα μια στιγμή
Ποιά πατρίδα θα μπορέσει να στεγάσει τα όνειρά μας
Ποιός σκοπός για να θυσιαστώ
Μες στα ερείπια της καρδιάς γεννιέται η απορία
Πόσο πιο κάτω
Πόσο πιο λίγο
Πόσο ακόμα