ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΑΤΙ (2010)

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΑΤΙ (2010)

Κοιτάζω γύρο στα στενά, κανείς δεν είναι πουθενά
Ούτε έναν άνθρωπο να δω, να του μιλήσω να χαρώ
Δεν είναι εδώ, ούτε ψυχή κανείς δεν είναι πια εδώ

Άραγε τι να φταίει τι, που δεν ακούστηκε φωνή
Μήπως να φταίει η παγωνιά ή κάτι έγω έκανα στραβά
Δεν είναι εδώ, ούτε ψυχή κανείς δεν είναι πια εδώ

Σπίτι, δουλειά, δουλειά και φτου κι απ’την αρχή
Κάποιοι δεν έχουνε λεφτά και έχουν κλειστεί
Κάποιοι δεν έχουν τι να πουν και δεν μπορούν
Να τριγυρνούν χωρις σκοπό, δεν είναι εδώ
Ούτε ψυχή κανείς δεν είναι πια εδώ

Ακόμα κι αν καμιά φορά, βρεθώ σε ωραία συντροφιά
Κοιτάζω γύρω τι να δω, σα να μιλάω στο κενό
Δεν είναι εδώ, κανείς δε πρόσεχε κανείς δεν είναι εδώ

Μα με φοβίζει πιο πολύ, πως θα’ρθει κάποτε η στιγμή
Μες το καθρέφτη να κοιταχτώ, να αναριγήσω και να πω
Δεν είμαι εδώ, ούτε και γω δεν έχω μείνει πια εδώ

Στη μέση του ονείρου, κοιτώ μα δε βλέπω
Κερδίζω και χάνω και ζω
Μου μοιάζει το φως σα να’ναι ο εχθρός
Στο εαυτό μου μιλώ

Δε βρίσκω το δρόμο και η ώρα περνάει
Δεν ξέρω από δω που θα βγω
Και μοιάζει το τώρα, αργό δίχως φόρα
Τι σήμα να στείλω καπνού

Το τέλος του κόσμου, το ψέμα το λάθος
Να μοιάζει τυχαίο ότι περνά
Και κει στη γωνία, τρελή αγωνία
Το χθες, το παρόν, το μετά

Δε βρίσκω το ρεύμα, το γέλιο το χάδι
Στην άκρη να στέκεις εσύ
Γεμάτη η ψυχή μου, φεγγάρι της ερήμου
Τι σήμα να στείλω καπνού

Δεν βρίσκω τα λόγια και η αγάπη σκορπάει
Κι ο έρωτας γίνεται ακτή
Εγώ είμαι το φως μου, το τέρας ο εχθρός μου
Τι σήμα να στείλω καπνού.

Το ξέρω στα μάτια σου μέσα υπάρχει το φως
Το φως που μου δίνει το σύνθημα κάθε αυγή να ξυπνάω
Και όταν ανθίζει το ερώτημα τι και πως
Και όταν ποιο φως έχω ανάγκη ρωτάω

Το ξέρω η λύση υπάρχει εκεί, σε ότι αγγίζει η δική σου μορφή
Και όταν νομίζω πως είμαι φτωχός, ο πλούτος μου είναι ο δικός σου χρυσός.

Το χρώμα που δίνει το χρώμα στην έρημη γη
Γεμίζει τον τόπο όταν ανέμελα τα μαλλιά ανεμίζει
Και όταν στης νύχτας το μαύρο σκοτάδι χαθεί
Ελπίδα πως θα’ρθει η αυγή στη ψυχή μου χαρίζει

Δεν είναι απαραίτητο ότι είμαι τρελός, ίσως ζητιάνος που ψάχνει το φως
Και κάθε φορά που διψώ για ζωή, πως είναι αυτή η δική μου αφορμή.

Το ξέρω πως ψάχνω έναν ήχο να κάνω την αρχή
Μπορεί και να είναι η καρδιά της που άκουω και χτυπάει
Μπορεί ένα τραγούδι που λεει η δική της φωνή
Μπορεί και να είναι η φωνή που στο μυαλό μου μιλάει

Ελπίζω σε κάτι που μοιάζει φωτιά. που είναι αχτίδα στα σκοτεινά
Και κάθε φορά που διψώ για ζωή, πως είναι αυτή η δική μου αφορμή.

Τα μάτια σαν ανοίξεις , την επιθυμία να πνίξεις
Που σε σπρώχνει να ζητήσεις τη χαρά
Να τρέξεις να προλάβεις , την επίπληξη πριν λάβεις
Και στην ώρα σου να φτάσεις στη δουλειά.
Οκτάωρο στον ώμο, δυο ωρίτσες μες το δρόμο
Και τα νεύρα σου να σπαν τα αφεντικά
Και πριν προλάβεις να σκεφτείς , ποιο είναι το νόημα της ζωής
Να δεις πως είναι λίγα τα λεφτά.

Και σαν θα βρεις μια στιγμή, μπροστά απ’την τηλεόραση
Να κάτσεις δίχως άλλη αναστολή
Να ανοίξεις το γαμόκουτο, που είναι σαν σπιρτόκουτο
Και δεν χωράει μέσα τη ζωή.
Σαπούνια και αυτοκίνητα, και κινητά και ακίνητα
Και ότι η ψυχή σου λαχτάρα
Να ψάχνεις καταξίωση σε κάθε φαντασίωση
Που ζει μέσα από την αγορά.

Κάτσε και σκέψου μια στιγμή
Μήπως ετούτη η ζωή
Κρύβει μέσα της κάτι μαγικό
Μήπως να ψάξω να το βρω.

Στην άκρη εκεί της λογικής, είν’το μπουρδέλο της ζωής
Που νόημα να βγάλεις δεν μπορείς
Και μοιάζουνε τα απίθανα, παράλογα και αδύνατα
Να είναι ο κανόνας της ζωής
Το κράτος δίνει αφορμή και κάνει εκείνο την αρχή
Σε κλέβει με όποιο τρόπο αυτό μπορεί
Και σου προσφέρει ψίχουλα, μονάχα για ξεκάρφωμα
Και βγάλτα πέρα εσύ με τη ζωή.

Και αντί εσύ να αντισταθείς, για να μπορέσεις να αμυνθείς
Και λίγο να ξεπλύνεις τη ντροπή
Κλείνεσαι στο μικρούλη σου, το μίζερο εαυτούλη σου
και άιντε πάλι απ’την αρχή.
Τα μάτια σαν ανοίξεις , την επιθυμία να πνίξεις
Που σε σπρώχνει να ζητήσεις τη χαρά
Να τρέξεις να προλάβεις , την επίπληξη πριν λάβεις
Και στην ώρα σου να φτάσεις στη δουλειά.

Το αν ξυπνάς,γιατί ξυπνάς και που θα πας και πως θα πας
Και αν χρωστάς πως θα τα βρεις κι αν θα τα βρεις τι θα τους πεις
Και πως θα ζεις

Και αν δουλέψεις στη δουλειά, λίγο-πολύ η αρκετά
Κι αν είναι λίγα τα λεφτά, αν θα ζητήσεις πιο πολλά
Η πιο πολλά

Και μες τις δύσκολες στιγμές,μετράς χαρές-μετράς πληγές
Και ποιές χαρές πόσες χαρές έχει η ζωή και ποιά ζωη
Σου φτάνει είναι αρκετή

Το αν έχεις άντρα η εραστή και ποιά προυπόθεση πληρεί
Αν έχει χρήματα η απλώς ο χαρακτήρας του σωστός
Κι αν θα σου βγει

Να κάνεις δύο η εφτά παιδιά,αν θες καριέρα ή λεφτά
Σπίτι,αμάξι,εξοχικό στη θάλασσα ή στο βουνό
Και μετοχές

Και τι διαλέγεις αν διαλέγεις,πως επιλέγεις αν επιλέγεις
Δείπνο απλό ή με κεριά,βόλτα στο κέντρο ή στα στενά
Και αν σου είναι αρκετά

Το τίποτα του κόσμου αυτού, τίποτα δε μου λέει
Κι αν τίποτα δε γίνεται, κάτι νομίζω φταίει.
Το κάτι το’χεις μέσα σου και κάτι για να γίνει
Πρέπει το τίποτα που κουβαλάς στο τίποτα να μείνει

Το τίποτα του κόσμου αυτού, τίποτα δε μου λέει
Το κάτι που’χω μέσα μου, ξέρω για όλα φταίει

Το κάτι όμως με τίποτα δε γίνεται να σβήσει
Και τίποτα δε γίνεται αν κάτι δεν αρχίσει
Το κάτι λοιπόν του κόσμου αυτού, σε κάτι θε να βγαίνει
Κι αν κάτι λάθος γίνεται, τίποοτα δε σημαίνει

Το τίποτα του κόσμου αυτού ….

Πρέπει λοιπόν το κάτι μου να έβγει παραέξω
Γιατί αυτό το τίποτα καθόλου δε θα αντέξω
Όμως κι αυτό το τίποτα που έχω στη καρδιά μου
Πρέπει σε κάτι να μεταλλαχτεί, να έβρω τη χαρά μου

Το τίποτα του κόσμου αυτού ….

Δεν ξέρω τι να πω, δεν ξέρω τι να πω
Νιώθω μέσα μου απέραντο κενό
Δεν ξέρω τι να πω, δεν ξέρω που να πάω
Κλείνω τα μάτια μου, νομίζω πως πετάω

Δεν ξέρω τι να πω, δεν ξέρω τι να κάνω,
δεν ξέρω τι να πω, νομίζω θα πεθάνω
δεν ξέρω τι να πω, δεν ξέρω αν θ’ αντέξω
δεν ξέρω τι να πω, και πώς να αναπνεύσω.

Δεν ξέρω τι να πω, δεν ξέρω τι να πω
Δεν ξέρω τι να πω, δεν ξέρω αν είσαι εδώ
Δεν ξέρω τι να πω, δεν ξέρω τι συμβαίνει
Το πράγμα ολότελα δεν ξέρω που πηγαίνει

Δεν ξέρω τι να πω, όλα μου μοιάζουν ξένα
Δεν ξέρω τίποτα, δεν ξέρω ούτε εσένα
Δεν ξέρω τι να πω, αλήθεια τι θα γίνει
Δεν ξέρω τι να πω, το πρόβλημα ποιος λύνει.

Δεν ξέρω τι να πω, δεν ξέρω που πατάω
Σε θάλασσα βαθιά συνέχεια κολυμπάω
Δεν ξέρω τι να πω, ένα μονάχα ξέρω
Δεν ξέρω τι να πω, δεν ξέρω κι υποφέρω.

Περπατώντας μες το φως
Τον ίσκιο μου αποφεύγω που με γέλασε και αυτός
Μου είπε θα έρθει να με βρει
Και όλο περιμένω τη δική της τη μορφή

Πάει χρόνος που’χω τη ματιά της για να δω
Το χέρι της να αγγίξω, το σώμα που ποθώ
Όταν το λάθος γίνεται ο χρόνος δε γυρνά
Αφήνει ίχνη προς τη λησμονιά

Όλα γύρω μου σιωπή
Μα μέσα στο μυαλό μου της απόγνωσης φωνή
Με κατηγορεί ξανά
«Ποτέ σου δεν προσπάθησες» μου λεει «αρκετά»

Ο χρόνος που κυλάει σα νεράκι απ’τη πηγή
Ποτέ του δε γυρίζει πίσω απ’την αρχή
Κι όταν τον έρωτα πληγές ο χρόνος τον κερνά
Αφήνει ίχνη προς τη λησμονιά.

Πλησιάζω, πλησιάζω, μα όσο και κοντά να πάω
Τόσο κάνει και μακραίνει και στην άβυσσο πηγαίνει
Όσο μακριά και να’μαι, η φλόγα τούτη με ζεσταίνει
Και πηγαίνει, ξεμακραίνει, πλησιάζω, πλησιάζω
Την εικόνα αυτή κρατάω, αν πονάω πως πονάω
Δεν το λέω σε κανένα, μα όσο πάει και μακραίνει

Ξεμακραίνει και πηγαίνει, το λιμάνι του αγγίζω
Μα ποτέ δε καταφέρνω μέσα του να μπω να αράξω
Να φωνάξω το όνομά της και να ακούσω την ηχώ μου
Το μικρό τον εαυτό μου, το μεγάλο εγωισμό μου
Και πηγαίνω, πλησιάζω, το όνειρο μου ακουμπάω
Και ξυπνάω μα δε θέλω, μες τον ύπνο μου γυρίζω

Τον εαυτό μου δεν ορίζω, μα έχω κάτι πιο δικό μου
Πιο δικό μου απ’τη ζωη μου και τα κτήματα μου
Πιο δικό μου από εσένα, που δεν είσαι καν δική σου
Που έχεις μέσα στη ζωη σου κάτι ολότελα δικό μου
Το όνειρό μου που δε σβήνει, που όλο πάει και μακραίνει
Ξεμακραίνει και πηγαίνει, πλησιάζω, πλησιάζω

Στο διάολο θα κάνω προσευχή γιατί αυτός μόνο μπορεί να με ανεχτεί
Να με ευλογήσει για όσες έχω αμαρτίες
Κι όσες ηλίθιες έχω πει θεωρίες
Στο διάολο θα κάνω προσευχή
Και το καλύτερο ετούτης της στιγμής,
να μου χαρίσει ένα θεό της προκοπής.

Στο διάολο θα κάνω προσευχή, μόνο αυτός μπορεί μέσα μου να δει
Και να γελάσει με όλα αυτά που έχω κάνει
Και την αηδία που βρήκε στη ψυχή λιμάνι
Στο διάολο θα κάνω προσευχή
Να μου τεντώσει τις ευαίσθητες χορδές
Που έχουν μείνει χρόνια τώρα σιωπηλές.

Στο διάολο θα κάνω προσευχή γιατί αυτός μόνο μπορεί να με ανεχτεί
Κι ας με κάψει, ας με τυραννήσει
Στο βούρκο του μέσα να με γκρεμίσει
Στο διάολο θα κάνω προσευχή
Μα σαν τελειώσει η τιμωρία μου αυτή
Να μ επιστρέψει βασιλιά και θηρευτή.

Το πρωί με την αυγούλα, σαν μπουνιά σαν αναγούλα
σκάει η αναφορά του κώλου, του ολίγου και του όλου
στοιχισμένος στο κοπάδι φοβερίζω το σκοτάδι
τάδε έφη Ζαρατούστρα και μιας γκόμενας η φούστα
το κοντράστ του παραλόγου και η έλλειψη διαλόγου
ένας άθλιος του Ουγκώ, δραπετεύω στο κενό

Κι έχω δυο ζωές δυο ατέλειωτες στιγμές
μα έχω αφήσει τη μεγάλη
ζω μέσα σ’ αυτήν την άλλη

Σαν χαρτόκουτο στη μπόρα, σαν γενέθλια δίχως δώρα
κομπολόι δίχως χάντρες που γινόμαστε πια άντρες
στις τουαλετο-κοινωνίες αφοδεύω εμπειρίες
Της γιατρειάς μου τα σημάδια, μία έξοδος, μια άδεια
μα μου λείπουν συγκινήσεις, λόγω έλλειψης της στύσης
κι ό,τι δεν μπορώ να κάνω, μου το κάνουν κι από πάνω

Κι έχω δυο ζωές ….

Γιαπωνέζικη κουλτούρα, σαμουράι και μαστούρα
άλμα εις μήκος επί τόπου και η ξεφτίλα του ανθρώπου
και περνώντας μέρα-μέρα, ψάχνω λίγο για αέρα
Σαν το κρότο βαρελότου σκάει η παραβολή του Ασώτου
και στο μαυρισμένο μάτι βλέπω το Θεό σακάτη
κι απωθώντας κάθε θλίψη, ψάχνω αυτό που μου’ χει λείψει

Κι έχω δυο ζωές δυο ατέλειωτες στιγμές
μα έχω αφήσει τη μεγάλη
ζω μέσα σ’ αυτήν την άλλη
Κι έχω δυο ζωές δυο ατέλειωτες στιγμές
κι από τώρα και εμπρός
είναι ο χρόνος συνεργός.