Ποιος αλήθεια συμπαθούσε τον Άγγλο καπετάνιο με την περίεργη περούκα, αυτόν τον μαλάκα λόρδο «πωςτονλένε», που κυνηγούσε με μανία τους πειρατές και προσπαθούσε να ελέγξει το εμπόριο στις θάλασσες όλου του κόσμου για λογαριασμό του ξενέρωτου βασιλιά του; Εγώ πάντως πάντα ήμουν μe το Τζακ Σπάροου , το Μαυρογένη, ακόμα και με τον ερωτύλο Ερολ Φλυν στις ασπρόμαυρες ταινίες του 50. Μου ασκούν πάντα μια γοητεία όσοι αμφισβητούν το κατεστημένο ακόμα κι αν τα κίνητρα τους δεν είναι τα πλέον αγνά.
Η πειρατεία όμως, θα μου πείτε τώρα, σκοτώνει τη μουσική. Αλήθεια, αυτό είναι μία από τις μεγαλύτερες μπούρδες που έχω ακούσει. Τη μουσική και το ελληνικό τραγούδι γενικότερα το έχουν οδηγήσει στα χάλια που βρίσκεται οι δισκογραφικές εταιρίες με τα ανόητα τραγούδια που προσπαθούν να μας επιβάλουν. Ένα άθλιο σύστημα γεμάτο από μπαγαπόντηδες εμπόρους που νομίζουν ότι με τα εύπεπτα αλλά χωρίς καθόλου βιταμίνες προϊόντα τους μπορούν να μας κοροϊδεύουν για πάντα. Αλλά η εποχή τους ξεπέρασε. Το internet, η πειρατεία, η αφθονία καινούργιων cd (από τα οποία τα περισσότερα δε κάνουν ούτε για σουβέρ), οι ακριβές τιμές κ.α. δημιουργούν πρόβλημα στις εταιρείες. Έτσι εξηγείται και αυτή η καμπάνια κατά τις πειρατείας. Λες και αν αύριο απαλλαγούμε από τους πειρατές, θα πάψουμε να ακούμε αυτές τις ανοησίες όπως το «μωρό μου σόρρυ, μα έχω βρει καλύτερο αγόρι», «το γκούτσι φόρεμα που φορας» και άλλα πολλά. Και σ’αυτή τους τη προσπάθεια οι δισκογραφικές έχουν μαζί και όλους τους καλοθελητές ψιλικατζήδες «καλλιτέχνες».
Όσο λοιπόν θα υπάρχουν θάλασσες, θα υπάρχουν και ταξιδιώτες που θα προσπαθούν να τις δαμάσουν. Και όσο υπάρχουν «Άγγλοι», θα υπάρχουν πάντα «πειρατές». Ας αποφασίσουμε λοιπόν αν θα μπαρκάρουμε σε πλοία με τη νεκροκεφαλή στη σημαία ή αν θα γίνουμε μούτσοι στο καράβι του μαλάκα λόρδου «πωςτονλένε».